αιθιοπική φυλή

αιθιοπική φυλή
Ανθρώπινη φυλή των υποτροπικών, που προήλθε από αρχαίες επιμειξίες ευρωπιδών με στοιχεία της μαύρης φυλής. Η α.φ. κατέχει κυρίως το αιθιοπικό οροπέδιο, την Ερυθραία και τη Σομαλία, χωρίς ωστόσο να υπάρχει καθαρό όριο ανάμεσα σε αυτήν και στους τυπικά μαύρους πληθυσμούς, επειδή γίνεται συνεχής επιμειξία στις ακραίες περιοχές όπου απαντάται. Ο όρος α.φ. μπορεί να δημιουργεί σύγχυση, μια που χρησιμοποιείται από μερικούς ανθρωπολόγους, για να υποδηλώσει τη μεγάλη ομάδα των νεγροειδών με τη στενή έννοια. Το χρώμα του δέρματος των Αιθιόπων είναι μελαμψό (πολύ σκούρο), συχνά με κόκκινα στίγματα και τα μαλλιά τους σγουρά, αντίθετα με των νεγροειδών που είναι σπειροειδή. Έχουν άκρα μεγάλα σε σχέση με τον κορμό, ανάστημα μέτριο έως πολύ ψηλό, παλάμες και πέλματα μικρά, κρανίο δολιχοκεφαλικό, με πρόσωπο ωοειδές, μέτωπο στενό και ψηλό, μάτια μεγάλα και αμυγδαλωτά. Το σχήμα της μύτης ξεχωρίζει τους Αιθίοπες από τους νεγροειδείς, επειδή είναι πλατύ στη ρίζα, με προεξέχουσα ράχη και στενά πτερύγια. Από τους κλάδους της α.φ. αξιολογότεροι είναι οι Ορόμο, οι Βατούσι και οι Μασάι. Γυναίκες της αιθιοπικής φυλής, κοντά στη λίμνη Λαγκάνο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Γκάλα — Φυλή που κατοικεί στα νότια του αιθιοπικού υψιπέδου, προς τη λίμνη Τάνα. Αν και συγγενεύουν με την αιθιοπική φυλή, έχουν αναμειχθεί πολύ με τους γειτονικούς μαύρους πληθυσμούς. Οι Γ. κατείχαν παλαιότερα το ισχυρό βασίλειο του Κιτάρα, αλλά κατά… …   Dictionary of Greek

  • Ντανάκιλ — Πληθυσμός της ανατολικής Αφρικής ο οποίος αποτελεί την εθνική πλειονότητα του γαλλικού υπερπόντιου εδάφους, που ήταν γνωστό παλαιότερα ως Γαλλική Σομαλία και σήμερα ως Γαλλικό Έδαφος των Αφάρ και των Ισά Αφάρ (που σημαίνει οι ελεύθεροι), είναι… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • χαμιτο-σημιτικές γλώσσες — Η γλωσσική αυτή οικογένεια περιλαμβάνει 4 γλωσσικές ομάδες: τη σημιτική, την αιγυπτιακή, τη λιβυκο βερβερική και την κουχιτική. Από τις ομάδες αυτές οι 3 τελευταίες δηλώνονται συνήθως με την κοινή ονομασία χαμιτικές γλώσσες. Αν και, αντίθετα από… …   Dictionary of Greek

  • Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • Σομαλία — Κράτος της Ανατολικής Αφρικής η Σομαλία (Tζουμχουρίγιατ ας Σομαλίγια) βρέχεται στα Β από τον Kόλπο του Άντεν και στα Α από τον Iνδικό Ωκεανό. Συνορεύει στα ΒΔ με την Aιθιοπία και στα ΝΔ με την Kένια.H χώρα, που καταλαμβάνει το λεγόμενο «Kέρας της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”